- αμφίγλωσσος
- ος , ον1) двуязычный; 2) двусмысленный; неясный; сомнительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμφίγλωσσος — ἀμφίγλωσσος, ον (Μ) 1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα 2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γλωσσος < γλῶσσα] … Dictionary of Greek
ἀμφίγλωσσος — ambiguous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίγλωσσον — ἀμφίγλωσσος ambiguous masc/fem acc sg ἀμφίγλωσσος ambiguous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίγλωσσοι — ἀμφίγλωσσος ambiguous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek